- παρανάλωμα
- το, ΝΜΑ [παραναλίσκω / παραναλόω]αυτό που ανώφελα, χωρίς λόγο καταναλώθηκε ή αυτό που άδικα καταστράφηκενεοελλ.φρ. «έγινε παρανάλωμα φωτιάς» — κάηκε εντελώς, καταστράφηκε τελείως, έγινε ολοκαύτωμααρχ.1. αυτό που τυχαία δαπανήθηκε2. φρ. «παρανάλωμα γίνομαι»(για πρόσ.) καταστρέφομαι μάταια, αφανίζομαι ανώφελα.
Dictionary of Greek. 2013.