παρανάλωμα

παρανάλωμα
το, ΝΜΑ [παραναλίσκω / παραναλόω]
αυτό που ανώφελα, χωρίς λόγο καταναλώθηκε ή αυτό που άδικα καταστράφηκε
νεοελλ.
φρ. «έγινε παρανάλωμα φωτιάς» — κάηκε εντελώς, καταστράφηκε τελείως, έγινε ολοκαύτωμα
αρχ.
1. αυτό που τυχαία δαπανήθηκε
2. φρ. «παρανάλωμα γίνομαι»
(για πρόσ.) καταστρέφομαι μάταια, αφανίζομαι ανώφελα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρανάλωμα — useless expense neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανάλωμα — το, ατος άδικη ή τελειωτική καταστροφή, μόνο στη φράση: Παρανάλωμα του πυρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραναλώμασιν — παρανάλωμα useless expense neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραναλώματα — παρανάλωμα useless expense neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • въдати — ВЪДА|ТИ (645), МЬ, СТЬ гл. 1.Вручить, передать что л. из рук в руки: влстелинъ града того видѣвъ ѡтрока въ такомь съмерении и покорении соуща... вдасть же ѥмоу и ѡдежю свѣтьлоу да ходить въ неи. ЖФП XII, 30б; и сън˫а бьрнъ клобоукъ съ кнѩзѩ. и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • παραβόσκημα — τὸ, Μ [παραβόσκω] (για φωτιά) παρανάλωμα …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”